«
Οι δρόμοι της πρωτεύουσας ολοστόλιστοι για τις γιορτές του Δεκέμβρη, την τελευταία Κυριακή του έτους παρουσιάζουν ένα θέαμα πολύ ενδιαφέρον με τον κόσμο που έχει βγει από τα σπίτια του για να προλάβει τα τελευταία ψώνια. Τα πρωτοχρονιάτικα τρίγωνα των μικρών τραγουδιστών στα κάλαντα χαλούν τον κόσμο, σμίγοντας με τις φωνές των μεγάλων. Οι προθήκες των καταστημάτων φωτολουσμένες, δείχνουν προκλητικά όλα τα κομψοτεχνήματα, όλες τις λιχουδιές, όλα τα είδη των παιχνιδιών, κάθε τί που κάνει τη ζωή διασκεδαστική, όμορφη, απολαυστική!
Η ευθυμία & το κέφι απλώνονται παντού. Από τις λαϊκές συνοικίες με τα μικρά μαγαζιά, ως τα αριστοκρατικά μέγαρα, όπου το πιάνο, το ραδιόφωνο & η ορχήστρα δίνουν τον τόνο της μουσικής που προτιμούν εκείνοι που διασκεδάζουν. Σε μια μικρή πλατεία τριγυρισμένη από λαϊκά καφενεία, ένα πλήθος παιδιά & περίεργοι είχαν συγκεντρωθεί γύρω από μια μεγάλη αρκούδα που χόρευε, έκανε τούμπες, έβγαζε άναρθρες φωνές & ξαπλωνόταν χάμω, σε κωμικές στάσεις.
Τα σχόλια έδιναν & έπαιρναν γύρω της:
-Κοίτα τί τεχνικά μιμείται την αρκούδα!
-Θαρρείς πως είναι πραγματική!
-Και κάνει κάτι τούμπες ο άτιμος!
Ο άνθρωπος που διασκέδαζε τον κόσμο κρυμμένος μέσα στο τομάρι της αρκούδας, αφού έκανε χίλια δυό γυμνάσματα, πήρε από το τραπεζάκι του καφενείου ένα πιατάκι & άπλωσε το χέρι του για να ζητήσει μια πληρωμή για τους κόπους του.
Πολλοί σκορπίστηκαν αμέσως σαν να είδαν κανένα όπλo να τους προτείνεται... Άλλοι έριξαν με συμπάθεια ένα δεκάλεπτο ή ένα πενηντάλεπτο μέσα στο πιάτο του μασκαρεμένου.
-Αυτή η ζητιανιά μέσα στο εορταστικό κλίμα δε μου αρέσει καθόλου! έλεγε κάποιος επιδεικτικά.
-Ακούς εκεί, είπε μια ροδαλή κυρία, να μας πουλάει & την ευθυμία του ακόμα!
Ένας γεροντάκος που έδωσε πρόθυμα 2 euros , ψιθύρισε σιγά:
-Έ, ... ποιός ξέρει!...
Ο άνθρωπος-αρκούδα πήρε το δρόμο του & ξωπίσω του ακολουθούσαν όλα τα παιδιά της γειτονιάς με φωνές, γιουχαϊσματα & ζήτω! Μερικά μάλιστα έπιασαν & τον πετροβόλισαν απάνθρωπα.
-Ντροπή! Ψιθύρισε ο γέρος. Και τα κοίταξε με τρόπο επιβλητικό τόσο που ντράπηκαν αληθινά & σκόρπισαν αμέσως.
Ο ήλιος είχε δύσει πίσω από τις κορυφές των βουνών. Το κρύο του Δεκέμβρη άρχισε να γίνεται τσουχτερό, τώρα που χάθηκε η χρυσή θαλπωρή & ο κόσμος βιαστικός τρύπωσε μέσα στα σπίτια ή στα κέντρα διασκεδάσεως. Η αρκούδα δεν είχε πια θεατές. Τράβηξε σ΄ένα παλιό δρομάκο & χώθηκε μέσα στις λαϊκές συνοικίες. Ήταν βράδυ πια. Ο άνθρωπος-αρκούδα γλίστρησε ανάμεσα σε στενούς δρομάκους, πλησίασε μια μικρή παράγκα ξύλινη, άνοιξε την πόρτα & μπήκε.
Στο φως μιας καντήλας κάποια γυναίκα καθισμένη πλάϊ στο κρεββατάκι ενός μικρού, χλωμή, πικραμένη, γύρισε & τον κοίταξε με μάτια θολά. Εκείνος ξεκούμπωσε την προβιά & λευτέρωσε το κεφάλι του. Ήταν ένας άνθρωπος κουρασμένος από τη ζωή με γκρίζα μαλλιά. Είχε τη σφραγίδα του πόνου στο μέτωπο.
-Πώς πέρασε το παιδί; Είπε.
-Ο πυρετός του έπεσε. Ζήτησε & να φάει... απάντησε εκείνη μελαγχολικά.
Ο άντρας βύθισε το χέρι στην τσέπη του & της έδωσε τα κέρματα.
-Νά, πάρε του γάλα... & ψωμί ... κάτι έβγαλα σήμερα ... πάρε λίγο γάλα περισσότερο να πιούμε όλοι. Είμαι τόσο κουρασμένος!...
Η γυναίκα τυλίχτηκε σ΄ένα παλιό σάλι & βγήκε τρεχάτη & χαρούμενη.
Εκείνος έπεσε κατάκοπος σε μια καρέκλα, πλάϊ στο χλωμό αγγελούδι τους που κοιμόταν ανίδεο για τη δυστυχία της ζωής...
......................................................»
Τουλάχιστον εμείς οι μεγάλοι που ξέρουμε αυτή την πλευρά της ζωής, ας μην ξεχνάμε όλα αυτά τα πονεμένα πλάσματα! Ας θυμόμαστε πως τα 5 euros που για μας δεν είναι ούτε 2 πακέτα τσιγάρα, για κάποιο ανήμπορο & φτωχό άνθρωπο είναι το φαγητό του...!
Καλή χρονιά σε όλους εσάς τους φίλους μου, που ξέρω πως θα βοηθήσετε ο καθένας με τον τρόπο του & όσο μπορεί για να περάσουν τουλάχιστον καλή Πρωτοχρονιά κι άλλοι άνθρωποι!
Σας φιλώ!